Μεσοπέλαγα καθήμενη, πάνω σε ένα κατάστρωμα, την ώρα που το πορφυρό του ήλιου ζωντανεύει, προσεγγίζω μια πόλη που άφησα πριν μέρες, μια πόλη φιλόξενη και απόμακρη συνάμα.
Έλειψα μόνο δέκα ημέρες και έζησα σε ένα λατρεμένο μέρος, γεύτηκα τις προσφορές του και έζησα σαν κάτοικός του. Υιοθέτησα τις συνήθειές του μέχρι και λίγο από τη διάλεκτό του. Λησμόνησα την πόλη μου και όλους όσους συνδέω με αυτή. Έζησα για δέκα ημέρες τη ζωή κάποιας άλλης ... καμία σύνδεση με τη ζωή μου στην πόλη ... κανένας σύνδεσμος με την κλασσική καθημερινότητά μου.
Πλησιάζοντας τώρα, αυτή την άχαρη την ώρα και θωρώντας τα γνώριμα αυτά κτίσματα, αρχίζω να θυμάμαι φίλους που άφησα. Μόνο τώρα καταλαβαίνω πόσο μου έλειψαν ... αδημονώ να τους δω. Ααχχ πέρασα όμορφα ποικιλοτρόπως ... οι αρχικοί στόχοι του ταξιδιού που είχα θέσει μάλλον δεν επετεύχθησαν απόλυτα.
Θα χωρίσω τη διαμονή μου σε 2 μέρη τον ήρεμο κι παραδοσιακό και τον έντονο κι wild?
Παραδοσιακές διακοπές στην Κρήτη
Φτάνω στο αγαπημένο μου νησί την προηγούμενη Παρασκευή το πρωί και με το που πατάω το πόδι μου στο έδαφος νιώθω ένα ρίγος και μια παράξενη αύρα να διαπερνά όλο μου το κορμί ... ναι μετά από ένα ολόκληρο χρόνο βρίσκομαι στα πάτρια εδάφη. Πόσο μου είχε λείψει αυτός ο τόπος. Τελικά τα παιδικά και όχι μόνο βιώματα καθορίζουν καταλυτικά τη μετέπειτα ζωή μας.
Τέλος πάντων αρκετά ξεκούραστη μετά από έναν απόλυτα προστατευμένο από το πολικό ψύχος που προκαλούσε το air condition του πλοίου ύπνο, μέσα στο sleeping bag μου και μη πτοούμενη από τα κακεντρεχή σχόλια νεόπλουτων επιβατών α' θέσης για το στυλ του ύπνου μου έφτασα στο Ηράκλειο. Βγαίνω από το γκαράζ μετά από καμιά ώρα (γιατί οι νεόπλουτοι επιβάτες α' θέσης κρίνουν σωστό να πάνε στα τζιπ τους μια ώρα μετά το άραγμα του πλοίου και ενόσω εσύ μέσα στο Starletάκι σου πίσω από τη τζιπάρα τα παίρνεις άγρια). Ανοίγω παράθυρο, βάζω μουσική φοράω γυαλιά ηλίου και ξεκινώ για το Ρέθυμνο. Η ώρα ιδανική για ταξίδι, ανατολή ηλίου να με ακολουθεί, δεξιά μου μια θάλασσα έτοιμη να ξυπνήσει, αριστερά μου τα ψηλά κακοτράχαλα βουνά και μπροστά μου ... άδειος δρόμος που με καλεί να χυθώ πάνω του και να ακολουθήσω κάθε στροφή μέχρι το τέρμα.
Μετά από μιας ώρας περίπου ειδυλλιακής οδήγησης φτάνω στο Ρέθυμνο όπου επισκέπτομαι βιαστικά τη θεία μου και κατά το μεσημεράκι αρχίζω την ανάβαση για το χωριό. Άλλου είδους οδήγηση εδώ πιο δύσκολη, πιο απαιτητική και πιο ενδιαφέρουσα. Όσο ανεβαίνω υψομετρικά οι μυρωδιές που γαργαλούν τη μύτη, οι εικόνες που περνούν φευγαλέα από το μάτι και οι ήχοι που χαϊδεύουν το αυτί ξυπνάνε αναμνήσεις παιδικές, ξυπνάνε συναισθήματα που είχα ξεχάσει.


- «Γιαγιά !!»
- «Ωω...κοπελιά μου ήρθες; Καλωσόρισες!!» λέει με τη βαριά κρητική προφορά της.
Φιλιά, αγκαλιές, λίγη υγρασία στα μάτια και το πλάνο έχει πλέον ολοκληρωθεί.
Από εδώ και πέρα ξεκινάει μια συμβίωση με τη συνονόματη γιαγιά σε διαφορετική διάθεση πλέον, γιατί όλη αυτή η νοσταλγία για το χωριό, η συγκίνηση και οι μνήμες θα αντικατασταθούν από ένα πράμα : ΥΠΟΜΟΝΗ.
Δε λέω, ωραίο το πλάνο της γιαγιάς με τη γάτα να κεντάει, αλλά από την 1η ώρα συνειδητοποίησα ότι αυτές οι "χάρτινες" γιαγιάδες στις φωτογραφίες των σχολικών μας βιβλίων, όταν ανοίξουν το στόμα τους (θες το χάσμα γενεών, θες η διαφορετικότητα των χαρακτήρων) γίνονται από γλυκές και φιλήσυχες, γκρινιάρες, απαιτητικές και επικριτικές!!
Την 1η ώρα λοιπόν, με τη γιαγιά δόθηκε πλήρης αναφορά από μεριάς μου για όλα τα θέματα της ζωής μου:
- «Αδυνάτισες εε; Θες κι άλλο ακόμα; Εεε μα καλή 'σαι τώρα» μόνη ρωτάει, μόνη απαντάει
- «Ναι γιαγιά, έχασα καμιά δεκαριά κιλά» απαντώ και σφίγγω τα χείλη μη βγει η κραυγή χαράς από το θετικό της σχόλιο, που από μικρό ζουμπουρλούδικο κοριτσάκι επιζητούσα. Ναι τελικά πέρασα και αυτές τις εξετάσεις εμφάνισης της γιαγιά!!
- «Εεε τώρα άμα χάσεις και 2-3 ακόμα δεν πειράζει, έχεις περιθώριο...»
- «Μμμμ ... ναι γιαγιά και εγώ το θέλω», άρχισε να μου τα χαλάει...
- «Ίντα;;;», έπεσε η μπαταρία του ακουστικού
- «Ναι λέω θα χάσω».....
- «Και τώρα είσαι μόνιμη στη δουλειά;» πάμε σε άλλο θέμα..
- «Όχι γιαγιά, είμαι με συμβάσεις 2,5 χρόνια» της λέω για 1000στή φορά
- «Εεε εσύ καλή 'σαι συ, θα σε κρατήσουν» κλασσικά η περήφανη γιαγιά για την εγγόνα της.
Τώρα να τη γειώσω ή να την αφήσω στην πλάνη της περηφάνιας; Τελικά αποφασίζω να τη γειώσω :
- «Γιαγιά πλέον δεν υπάρχει μόνιμος υπάλληλος και υπάρχουν μόνο συμβάσεις αορίστου χρόνου» ...ούπς ήδη το μετάνιωσα.
- «Ίντα υπάρχει;»
- «Εεεε ..... θα με κρατήσουν γιαγιά ... μην ανησυχείς» τι να πω...
- «Εε εσύ από μικιό ήσουνα διαβαστερό, καλιά θα τα πας»
Μετά από μια παύση, η οποία μάλλον οφειλόταν σε αναζήτηση ωραίου τρόπου έκφρασης, με διστακτικό και πονηρό γελάκι τολμά :
- «Τώρα κοπελιά μου κατέεις τι περιμένω από σένα....»
- «Ίντα;» η διάλεκτος αρχίζει να απορροφάται...
- «Το γαμπρό!» γελώντας
- «Εεε μικρή είμαι ακόμα» της λέω γελώντας γνωρίζοντας από πριν την απάντηση
- «Μικρή; Όι, όι δα, σε καλή ηλικία είσαι κοπελιά μου» αρχίζει η πολιορκία...
- «Εε ... αυτά είναι τυχερά, δεν τα παραγγέλνεις» προσπαθώ να ξεφύγω εγώ
- «@#$#%$@%$#%$%$#%$#@#%$» (μια μαντινάδα που δεν άκουσα καλά και που δεν συγκράτησα, αλλά πάνω κάτω ήθελε να πει : «Αν δεν κουνήσεις και συ το χέρι σου δεν γίνεται τίποτα») .....
Άφωνη η δικιά σου. Εκεί λοιπόν που λέω πως από ώρα σε ώρα θα μου εμφανίσει κανά κοπέλι κρητικό για προξενιό δεν θα ξέρω από που να φύγω :
- «Θα φάεις; Έχω μαζέψει βλήτα απ΄ το περβόλι το πρωί»
- «Ναι γιαγιά» ουφ ουφ εγώ
- «Θα τηγανίσομε και καμιά πατάτα....», «Μαρίνα;»
Ωχ.........
- «Κοπελιά μου»
Ωχ ωχ .....
- «Ο γάμος είναι ευλογία. Να κάμεις παιδιά, να έχεις μια ωραία οικογένεια.....» ξεκίνησε το ηθικό δίδαγμα περί γάμου και παραδείγματα ανθρώπων που δεν παντρεύτηκαν κανα κουτσομπολιό... «..εκτός αν είσαι από τσι μοντέρνες κοπελιές που δεν θέλουν να παντρευτούν» λέει
- «Όι βρε γιαγιά, αν βρω έναν καλό άνθρωπο και άμα το θελήσω θα παντρευτώ» ουφ ουφ...
Κάπου εδώ τελείωσε η προσωπική αναφορά για τη ζωή μου. Φάγαμε βλήτα όπως είπαμε με πατάτες τηγανητές....εεε ένα θα πω: πεντανόστιμο φαγητό. Μα θα αναρωτηθεί κανείς: «βλήτα;» κι όμως συνειδητοποίησα πως με αυτά που τρώμε στις πόλεις έχει αδρανοποιηθεί η γεύση μας. Τρεφόμαστε μόνο για λόγους επιβίωσης και με προϊόντα άγευστα, πλαστικά και τυποποιημένα.
Μετά το φαγητό (ώρα 13:30 το αργότερο) ανέβηκα στο δωμάτιο για τον μεσημεριανό ύπνο .. πολυτέλεια σου λέω! Πριν ξαπλώσω, ψαχούλεψα λιγάκι τα συρτάρια ενός παλιού επίπλου στυλ μπουφέ και ανακάλυψα ένα παλιό σκονισμένο κουτί. Περίεργη ιδιαίτερα δε δίστασα να μην το ανοίξω. Σήκωσα λίγο το καπάκι να ρίξω ένα βλέφαρο (ως άλλος Φερεντίνος στο Deal) και είδα πολλές μα πάμπολες φωτογραφίες. «Ουάου» αναφώνησα, αλλά δαγκώθηκα μήπως με ανακαλύψει η γιαγιά. Πήρα το «απαγορευμένο» πακέτο και ως άλλο πιτσιρίκι με το βάζο με το γλυκό στο χέρι, πήγα στο κρεβάτι να ανακαλύψω το «θησαυρό».

Ουάου....υποψιασμένη πλέον ότι τα ασπρόμαυρα αυτά πρόσωπα που με κοιτούσαν μπορεί και να ήταν γνωστά μου αφέθηκα σε μια δίνη από το παρελθόν. Εκεί, σε ένα δωμάτιο φορτωμένο με ιστορίες, καθισμένη οκλαδόν σε ένα κρεβάτι, περιτριγυρισμένη από μυριάδες παλιές φωτογραφίες έζησα μέσα σε ένα απόγευμα στιγμές των προγόνων μου και των συγχωριανών μου όλου του 20αι. Εκεί με «επισκέφτηκαν» ο παππούς μικρό κοπέλι έξω από το σχολείο του, η γιαγιά με τις μικρές αδερφές της, ο παππούς στρατιώτης και στον Α' και στον Β' Παγκόσμιο στην Αλβανία, στα χιόνια με άλλους στρατιώτες, ο παππούς και η γιαγιά στο γάμο τους, ο μπαμπάς και ο θείος μικρά κοπέλια στα χωράφια, με τα ζώα, ο μπαμπάς μαθητής, ο μπαμπάς φοιτητής με μακριά μαλλιά και καμπάνα παντελόνι, ο μπαμπάς φαντάρος, ο μπαμπάς με κάποια κοπελιά, συγχωριανοί σε αγροτικές εργασίες, σε πανηγύρια σε γάμους μα και σε κηδείες, παιδιά από σχολικές φωτογραφίες με τους παλιούς αγέρωχους δασκάλους, συγχωριανοί τους οποίους μπορώ να αναγνωρίσω σε νεαρή ηλικία και τους οποίους μπορεί να συναντήσω στα σοκάκια του χωριού το απόγευμα με τις μαγκούρες τους πλέον

Ααχχ απίστευτο απόγευμα ...στο τέλος ξάπλωσα πίσω και ανάμεσα στις παλιές φωτογραφίες που ανέδυαν μια μυρωδιά παλιού χαρτιού έκλεισα τα μάτια και σαν ταινία πέρασαν από μπροστά μου οι ζωές του παππού, της γιαγιάς, του θείου μου και του μπαμπά μου, όσο μπορούσα να τις μαντέψω.. Τι σου είναι όμως μια φωτογραφία ... έχει τη δύναμη να φυλακίζει τον αδυσώπητο χρόνο....
Η γεμάτη αυτή 1η μέρα τελείωσε νωρίς, με τα βλέφαρα βαριά να καλύπτουν τα χορτασμένα μάτια μου.

Είμαστε μια πολύ χαρωπή παρέα, εγώ στα κόκκινα όχι μόνο στα ρούχα αλλά και στις πεταγμένες φλέβες του λαιμού μου και αυτές στα μαύρα και .. κουφές. Δεν φτάνει που δεν ακούν θέλουν να συζητήσουν και στο αυτοκίνητο. Οπότε γίνεται έντονα αντιληπτό πως συστήθηκα

Ο Θεός με λυπήθηκε φαίνεται και χωρίς απώλειες στις φωνητικές χορδές φτάσαμε στο ξωκλήσι. 1η επίσημη εμφάνιση της εγγόνας της γιαγιάς στο χωριό ... μέγιστο κοινωνικό γεγονός, όχι αστεία. Τέλος πάντων χαιρέτησα όσους αναγνώριζα από παλαιότερα έτη, με χαιρετούσαν όσοι με αναγνώριζαν, άκουγα ψιθύρους για μένα και λάμβανα

Άραγε θα προκαλέσουν ρίγη συγκίνησης οι δικές μου φωτογραφίες σε κάποιο κοριτσάκι - απόγονό μου στο μακρινό μέλλον;

Οι υπόλοιπες ημέρες στο χωριό πέρασαν υλοποιώντας μέρος και των 3 στόχων του ταξιδιού μου : ξεκούραση, επιστροφή στη φύση και απολογισμός του χειμώνα που πέρασε.

Ξεκούραση: Ύπνος νωρίς το βράδυ, μεσημεριανός ύπνος, βόλτες στο χωριό, ανάγνωση μυθιστορημάτων στη φύση και την ηρεμία, αγνάντεμα του έναστρου ουρανού το βραδάκι κ.α.
Επιστροφή στη φύση: Φαγητό υγιεινό και αγνό κατευθείαν από το χωράφι ή το .. κοπάδι, βόλτες σε ένα καταπράσινο περιβάλλον με θέα τον Ψηλορείτη και προσέγγιση άλλοτε ευχάριστη και άλλοτε δυσάρεστη με τα ζώα του χωριού, όπως τα ερίφια, τις κοτούλες, τις γατούλες, τους σκύλους και τα γαϊδουράκια,

Περισυλλογή: Η αλήθεια είναι δεν πρόλαβα να κάνω απολογισμό του χειμώνα που πέρασε, λόγω άλλων σκέψεων, όπως η ζωή στο χωριό και όλα τα συνεπακόλουθα, οι παλιές φωτογραφίες και οι τσατισμένες σκέψεις από τις γκρίνιες της γιαγιάς. Η περισυλλογή άρχισε με το που πάτησα το πόδι μου στην Αθήνα .........
Η μόνη έντονη παραδοσιακή ημέρα στο χωριό ήταν αυτή του Δεκαπενταύγουστου.


Αργότερα εκείνη την ημέρα όλη η νεολαία του χωριού μαζεύτηκε στη Βρύση για καφέ, για να ανταλλάξουμε νέα, να παίξουμε κανένα τάβλι και λίγο μπουγέλο. Στη συνέχεια πήγαμε σε ένα γειτονικό χωριό-κόμβος σε μια ταβερνούλα και ήπιαμε ρακές. Μέσα στο μεσημεράκι σε ένα πολύ όμορφο, γραφικό ταβερνάκι ήπιαμε ρακές και γίναμε κουρούμπελα. Γέλια, χαμός, ιστορίες ... περάσαμε καταπληκτικά. Κατά τις 14:00 άρχισαν να χτυπάνε τα κινητά όλων για να πάμε σπίτια μας για το εορταστικό, οικογενειακό τραπέζι. Έτσι με τα ξαδέρφια μου τους θείους μου και τη γιαγιά φάγαμε το σφαγμένο κατσικάκι μας στο φούρνο με πατάτες...



Αυτές ήταν οι παραδοσιακές διακοπές στο χωριό μου
....to be continued.....
2 σχόλια:
Κατ’ αρχάς να σου ευχηθώ κι εγώ χρόνια πολλά, υγεία και μακροημέρευση. Απ' ότι βλέπω τα posts σου φαρδαίνουν και πάνε και κόντρα στο ρητό που λέει ουκ εν τω πολλώ το ευ αλλά εν τω ευ το πολύ γίνονται καλύτερα όσο μεγαλώνουν. Ας ξεχάσω λοιπόν την απαράδεκτη μαντινάδα του προηγούμενου post που με έβαλε σε σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο είσαι original Κρητικιά και ας μείνω σε αυτό το post.
Είναι πραγματικά ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά διηγήματα τρόμου που έχω διαβάσει. Οι χαρακτήρες αναπτύσσονται επαρκώς, με την ηρωίδα να φεύγει από την πολύβουη πόλη και μέσα από το κουκούλι (βλέπε υπνόσακο) να μεταμορφώνεται από κάμπια σε πεταλούδα έτοιμη να ανοίξει τα φτερά της σε ένα μικρό γραφικό χωριό του νομού Ρεθύμνης. Μέσα από τα λόγια της γιαγιάς, γυναίκα σύμβολο ανά τους αιώνες, η κεντρική ηρωίδα αφουγκράζεται την κοινή γνώμη που τόσο τρέμει. Η πεταλούδα επιχειρεί βουτιά στον ψυχισμό της μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει ότι επικρατεί τρικυμία εν κρανίο. Αναμένω αγωνιωδώς τη συνέχεια αυτής της διηγηματικής νουβέλας.
Καταρχάς, ευχαριστώ πολύ για το "εν τω ευ το πολύ". Όσο για τη μαντινάδα μια 1η απόπειρα από μια Αθηναία-Κρητικοπούλα ήταν, μάλλον όχι και τόσο επιτυχημένη...επιφυλάσσομαι!
Τώρα αν δε με δουλεύεις για τα τόσο καλά σου λόγια, απλά ευχαριστώ πολύ!!
Δημοσίευση σχολίου