Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2007

«Μη σκέφτεσαι»

Ακόμα και η πιο αγαπημένη σου μελωδία, όταν επιλεγεί ως ήχος ξυπνητηριού, γίνεται μισητή. Ξυπνάς με δυσκολία και σκέφτεσαι πόσες ημέρες υπολείπονται μέχρι το Σάββατο για να μην ξυπνήσεις στις 6. Τα αγουροξυπνημένα σου βήματα σε οδηγούν στο μπάνιο όπου αντικρίζεις το πρόσωπό σου στον καθρέφτη. Σκύψε, πλύσου και «Μη σκέφτεσαι».
Ντύνεσαι βιαστικά, βάφεσαι μηχανικά και τελικά δε σου αρέσεις. Κάτι πρέπει να κάνεις επιτέλους για αυτό. «Μη σκέφτεσαι».
Με τα κλειδιά στο χέρι φεύγεις για τη δουλειά που τόσο πολύ προσπάθησες να βρεις και που τελικά δεν σου αρέσει. Συνεχείς, μελετημένες προσπάθειες για αναγκαστικές, επιβεβλημένες ανάγκες. Αιματηρές προσπάθειες για αποτελέσματα που ματώνουν. Σηκώνεις τους ώμους. «Μη σκέφτεσαι».
Το ασανσέρ σε αφήνει στο ισόγειο, όπου η πρώτη σου εικόνα είναι τα απλήρωτα κοινόχρηστα που εδώ και καιρό μόνο εσύ χρωστάς. Πότε θα ορθοποδήσεις επιτέλους; Τσάμπα οι «συνεχείς, μελετημένες προσπάθειες» τόσα χρόνια; Προσπερνάς και λες «Μη σκέφτεσαι».
Στο δρόμο προς το αυτοκίνητο μια άσχημη μυρωδιά σουφρώνει τη μύτη σου και σου θυμίζει πως για ακόμα μια μέρα τα σκουπίδια φλερτάρουν με την κορυφή του Έβερεστ. Εκεί επιταχύνεις και φωνάζεις «Μη σκέφτεσαι»!!
Μπαίνεις στο αυτοκίνητο και βάζεις μπρος. Το πρώτο παιχνίδισμα στο μάτι είναι το πορτοκαλί λαμπάκι της στάθμης της βενζίνης. Πάτος. Από ημέρες ψάχνεις φτηνή βενζίνη μα συνηδειτοποιείς πως όσο το καθυστερείς η φτηνότερη τιμή ήταν πάντα η χθεσινή.
«Μη σκέφτεσαι».
Ξεκινάς και ανοίγεις το ραδιόφωνο. Σεισμοί, πόλεμοι, θανατικό παντού. Θανατικό όχι από αγιάτρευτες ασθένειες όπως παλιά. Θανατικό από ζώντες οργανισμούς. «Μη σκέφτεσαι».
Στο φανάρι, με αναμμένο το φλας περιμένεις να στρίψεις μα τελευταία στιγμή σε προσπερνά και σου κλείνει το δρόμο κάποιος άλλος. Τι να πεις; «Μη σκέφτεσαι»
Βγαίνεις στην εθνική οδό η οποία εκτός του ότι είναι η μοναδική σου δίοδος επαφής με τη δουλειά σου, είναι και μποτιλιαρισμένη. Σταμάτα, ξεκίνα, σταμάτα, ξεκίνα, πάλι θα αργήσεις και θα καταναλώσεις μεγάλο μέρος της βενζίνης σου. Αχ υπομονή «Μη σκέφτεσαι»
Στη δουλειά αντιμετωπίζεις πρόσωπα σκυθρωπά, νυσταγμένα που όσο περνάει η ώρα γίνονται όλο και πιο βαριεστημένα. Διακρίνεις επίσης βλέμματα αιχμηρά, γεμάτα δίψα για εξουσία, πρόθυμα να χρησιμοποιήσουν άνομα μέσα για να ανελιχθούν. Σκύψε κάνε τη δουλειά σου ήσυχα και «Μη σκέφτεσαι»
Μετά από κάποιες ώρες δουλειάς, μηχανικά κλείνεις τον υπολογιστή και κατευθύνεσαι προς το αμάξι, όπου πάνω του βλέπεις μια κλήση για παρκάρισμα σε πεζόδρομο. Αυτό σου έλειπε .. και πού αλλού να παρκάρεις;; «Μη σκέφτεσαι»
Ξαναμπαίνεις στο αυτοκίνητο και στην εθνική, όπου και βιώνεις τον άλλο Γολγοθά, της επιστροφής. Στο ραδιόφωνο κάνεις zapping, αλλά δεν ξεφεύγεις από κομμένες εκφράσεις του τύπου: «αυξήσεις, ανεργία, βασικός μισθός, ασφαλιστικό, σύνταξη, τα ταμεία άδεια».
Να νευριάσεις και με το φορτηγό που πάει αργά στην αριστερή λωρίδα της εθνικής ή …. Μπα … . «Μη σκέφτεσαι»
Μπαίνεις στο σπίτι όπου ο μόνος που σε περιμένει είναι η μοναξιά. Ανοίγεις τα παντζούρια να αεριστεί και να φωτιστεί το σπίτι. Οι νέοι λογαριασμοί στέκουν αγέρωχοι και απλήρωτοι στο γραφείο πάνω, αλλά με τρόπο τους αγνοείς. «Μη σκέφτεσαι»
Το στομάχι σου άδειο, όπως και το ψυγείο σου. Εύκολη λύση .. 2 σουβλάκια, μια σαλάτα και 1 coca light (για τις τύψεις). Κάνεις ένα μπάνιο στα γρήγορα ή έτσι συνήθως ξεκινάει. Όταν όμως αρχίσει να ρέει το νερό πάνω σου θες να κάτσεις με τις ώρες. Είναι η ώρα που εξαγνίζεσαι η ώρα που δεν σκέφτεσαι ότι δεν σκέφτεσαι.«Μη σκέφτεσαι»
Με το μπουρνούζι καλά δεμένο στη μέση σου, ανοίγεις την επικοινωνία με τον έξω κόσμο και συνάμα τη συντροφιά σου, την τηλεόραση. Τρως και βλέπεις, λαμβάνεις. Είναι η ώρα που λαμβάνεις. Εισέρχονται μέσα σου τροφή για την επιβίωση και πληροφορίες για την αποχαύνωση. Λάμβανε και «Μη σκέφτεσαι».
Σε κάποια φάση που τελειώνει το φαγητό (επιτέλους μια δραστηριότητα), κοιτάς το κινητό σου. Μηδέν εισερχόμενα και μηδέν αναπάντητες. Ανοίγεις τον υπολογιστή σου, μηδέν email, μηδέν comments. Μηδέν, μηδέν, μηδέν .. «Μη σκέφτεσαι».
Είναι νωρίς. Παίρνεις τηλέφωνο στο πρώτο όνομα που βλέπεις στον κατάλογό σου. Δεν μπορεί. Μετά από τη 7η επανάληψη του σκηνικού, επιτέλους κάποιος μπορεί να βγείτε να πάτε για ένα ποτό. Συναντιέστε και δεν αναγνωρίζεις το πρόσωπο που χρόνια ξέρεις. Δεν είναι τόσο ο πολύς καιρός που έχετε να τα πείτε, όσο το ότι πλέον και αυτός έχει γίνει σαν και εσένα και δεν σκέφτεται. «Μη σκέφτεσαι»
Μιλάτε, μιλάτε, τον κοιτάς και δεν αισθάνεσαι τίποτα. Το μόνο κοινό σας, τα παράπονά σας και οι γκρίνιες σας για τις δυσκολίες της ζωής. Τα συγκαταβατικά σας νεύματα, τα παραδομένα όνειρα. Βαυκαλίζεσαι. Δεν είσαι μόνος.
«Μη σκέφτεσαι»
Γυρνάς στο σπίτι. Ξαπλώνεις στο διπλό σου κρεβάτι, στη δική σου πάντα πλευρά. Η άλλη πλευρά ακόμα αναζητά ιδιοκτήτη. Πρέπει να το γυρίσεις ανάποδα το στρώμα κάποια στιγμή για να μη χαλάσει μονόπλευρα. Κλείνεις το φως.
«Μη σκέφτεσαι»
Ονειρεύσου μόνο. Εκεί πάλι δεν σκέφτεσαι αλλά εκεί όλα είναι όμορφα και εύκολα.
«Μη σκέφτεσαι» λοιπόν.